σινφόνια — η, Ν 1. μουσ. κάθε είδος ορχηστρικής μουσικής συμφωνικής σύνθεσης 2. φρ. «σινφόνια κοντσερτάντε» μουσ. συμφωνία που χρησιμοποιούσε δύο ή περισσότερα όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. sinfonia < λατ. symphonia < συμφωνία] … Dictionary of Greek
Βιότι, Τζοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Viotti, Φο ντανέτο, Βερτσέλι 1755 – Λονδίνο 1824).Ιταλός συνθέτης και βιολονίστας. Σπούδασε βιολί και έγινε μέλος της βασιλικής ορχήστρας του Τορίνο, θέση που αργότερα εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τη σταδιοδρομία του σολίστ.… … Dictionary of Greek
Ενέσκου, Γκεόργκε — (George Enescο, Ντοροχόι, Ρουμανία 1881 – Παρίσι 1955). Ρουμάνος μουσικός. Ασχολήθηκε με τη σύνθεση και τη διεύθυνση ορχήστρας, ενώ διακρίθηκε επίσης ως βιολονίστας και πιανίστας. Ίδρυσε την εθνική ρουμανική σχολή έντεχνης μουσικής και εργάστηκε… … Dictionary of Greek
Συμανόφσκι, Κάρολ — (Szymanowski). Πολωνός συνθέτης (Τιμοσέφκα, Κίεβο 1882 – Λωζάννη 1937). Την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας επιβλήθηκε με έργα για πιάνο, τραγούδι καθώς και συμφωνικά που τον αποκάλυψαν ευαίσθητο στις πιο λεπτές ευρωπαϊκές μουσικές εμπειρίες (ο Σ.… … Dictionary of Greek