κοντσερτάντε

κοντσερτάντε
το
μουσ. χαρακτηρισμός μουσικής σύνθεσης για ένα, δύο ή περισσότερα όργανα στην οποία το μέρος που είναι γραμμένο για ένα από τα όργανα αυτά απαιτεί ιδιαίτερη δεξιοτεχνία κατά την εκτέλεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. concertante].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σινφόνια — η, Ν 1. μουσ. κάθε είδος ορχηστρικής μουσικής συμφωνικής σύνθεσης 2. φρ. «σινφόνια κοντσερτάντε» μουσ. συμφωνία που χρησιμοποιούσε δύο ή περισσότερα όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. sinfonia < λατ. symphonia < συμφωνία] …   Dictionary of Greek

  • Βιότι, Τζοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Viotti, Φο ντανέτο, Βερτσέλι 1755 – Λονδίνο 1824).Ιταλός συνθέτης και βιολονίστας. Σπούδασε βιολί και έγινε μέλος της βασιλικής ορχήστρας του Τορίνο, θέση που αργότερα εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τη σταδιοδρομία του σολίστ.… …   Dictionary of Greek

  • Ενέσκου, Γκεόργκε — (George Enescο, Ντοροχόι, Ρουμανία 1881 – Παρίσι 1955). Ρουμάνος μουσικός. Ασχολήθηκε με τη σύνθεση και τη διεύθυνση ορχήστρας, ενώ διακρίθηκε επίσης ως βιολονίστας και πιανίστας. Ίδρυσε την εθνική ρουμανική σχολή έντεχνης μουσικής και εργάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Συμανόφσκι, Κάρολ — (Szymanowski). Πολωνός συνθέτης (Τιμοσέφκα, Κίεβο 1882 – Λωζάννη 1937). Την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας επιβλήθηκε με έργα για πιάνο, τραγούδι καθώς και συμφωνικά που τον αποκάλυψαν ευαίσθητο στις πιο λεπτές ευρωπαϊκές μουσικές εμπειρίες (ο Σ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”